- καταύστηρος
- κατ-αύστηρος, ον,A very harsh or morose, Arr.Epict.1.25.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταύστηρος — καταύστηρος, ον (Α) υπερβολικά αυστηρός, δύστροπος … Dictionary of Greek